Τεύκρος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

ο / Τεῦκρος, ΝΑ
1. μυθ. α) γιος του ποτάμιου θεού Σκαμάνδρου και της Ιδιαίας, παλαιός βασιλιάς της Τρωάδας
β) γιος του Τελαμώνος και της Ησιόνης, ετεροθαλής αδελφός του Αίαντος μαζί με τον οποίο πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο
2. στον πληθ. Τεύκροι, Τεῦκροι- λαός της Τρωάδας, ο οποίος συχνά ταυτίζεται με τους Τρώες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για πελασγ. τ. με σημ. «τοξότης», ενώ, κατ' άλλους, σημαίνει «γιος της παλλακίδας» (πρβλ. τεῦχρος)].