Τεύκρος
From LSJ
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
Greek Monolingual
ο / Τεῦκρος, ΝΑ
1. μυθ. α) γιος του ποτάμιου θεού Σκαμάνδρου και της Ιδιαίας, παλαιός βασιλιάς της Τρωάδας
β) γιος του Τελαμώνος και της Ησιόνης, ετεροθαλής αδελφός του Αίαντος μαζί με τον οποίο πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο
2. στον πληθ. Τεύκροι, Τεῦκροι- λαός της Τρωάδας, ο οποίος συχνά ταυτίζεται με τους Τρώες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για πελασγ. τ. με σημ. «τοξότης», ενώ, κατ' άλλους, σημαίνει «γιος της παλλακίδας» (πρβλ. τεῦχρος)].