άιντε

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

και άντε πληθ. αϊντέστε και αντέστε
(επιφώνημα παρακελευσματικό) ας, έλα, ελάτε, εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγετε, προστακτ. του ρήμ. άγω].