άλευρο
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
Greek Monolingual
το (Α ἄλευρον)
(συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα
α) αλεσμένο σιτάρι
β) κάθε αλεσμένο δημητριακό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἄλε-υρ-ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα του ρήμ. ἀλῶ «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή λέξη alewr «αλεύρι».
ΠΑΡ. αλεύρινος, αλευρίτης, αλευρώδης.
ΣΥΝΘ. αλευροθήκη
αρχ.-μσν.
ἀλευρόμαντις
αρχ.
ἀλευρόττησις].