άμελος

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμελώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά].