Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπαικτος

From LSJ

Greek Monolingual

κ. άπαιχτος, -η, -ο (Μ ἄπαικτος, -ον)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν παίχτηκε
(«ἔργο ἄπαιχτο») ή που δεν έχει παρασταθεί στο θέατρο
2. (για παιγνιόχαρτο) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη στο παιγνίδι
μσν.
ακατάλληλος για αστεϊσμό.