άπεδος

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

Greek Monolingual

ἄπεδος, -ον (Α)
1. πεδινός, επίπεδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄπεδον
η επίπεδη επιφάνεια, η πεδιάδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- αθροιστ. + πέδον «έδαφος, γη»].