άπιον
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α)
1. απίδι, αχλάδι
2. απιδιά, αχλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α- και θ. piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του ουδ. και θηλ. Ο τ. το άπιον σημαίνει κυρίως «αχλάδι» και άπαξ «αχλαδιά», προς διάκριση από τη λ. άχερδος «αγριαχλαδιά», ενώ το θηλ. η άπιος χρησιμοποιείται με βασική σημ. «αχλαδιά» (Θεόφρ., Διοσκ., Γαλ.) και σπάνια με σημ. «αχλάδι».
ΣΥΝΘ. απιοειδής].