κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, -ον)ο χωρίς προίκανεοελλ.αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκααρχ.ο χωρίς μερίδιο.