άρηξις

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

ἄρηξις, η (Α) αρήγω
1. συνδρομή, βοήθεια
2. βοήθεια για αντιμετώπιση κάποιου πράγματος, μέσα αποφυγής, αποτροπής του.