άρηξις

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

ἄρηξις, η (Α) αρήγω
1. συνδρομή, βοήθεια
2. βοήθεια για αντιμετώπιση κάποιου πράγματος, μέσα αποφυγής, αποτροπής του.