άρκα
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
ἄρκα και ἄρκη, η (Μ)
θήκη, κιβωτός, ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. arca (πρβλ. ρ. arceo «αποκρούω, ασφαλίζω»), με την ίδια σημασία].