άσειρος

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄσειρος, -ον) σειρά
νεοελλ.
1. όποιος έχει ταπεινή καταγωγή
2. (για ζώο) καχεκτικός, αδύνατος
3. «ἄσειρον ἱστίον» — το πανί που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας
μσν.
«ἄσειρος ἵππος» — ο άδετος.