άσκευος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
ἄσκευος, -ον (AM) σκεύος
1. αυτός που δεν έχει σκεύη
2. αυτός που στερείται κάτι αναγκαίο
μσν.
«τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» — για την ασκητική ζωή
αρχ.
1. ο απροετοίμαστος
2. ο ανεπιτήδευτος, ο απλός
3. ἄσκευοι
στρατιώτες με ελαφρό οπλισμό
4. (με γεν.) «ἄσκευοι ἀσπίδων καὶ στρατοῦ» — χωρίς όπλα και στρατό.