άσκωμα

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ἄσκωμα, το (Α)
1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών
2. φουσκωμένο ασκί
3. φυσερό
4. ο μαστός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.].