ἄσκωμα
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ἀσκώματος, τό, (ἀσκός)
A leather padding or lining of the hole which served for the rowlock, Ar.Ach.97, Ra.364.
2 any swelling, such as on the female breast, Ruf.Onom.92, cf. Poll.2.163.
3 leather bellows, Apollod.Poliorc.153.3:—Dim. ἀσκωλιάτιον, τό, Hero Spir.1.39.
Spanish (DGE)
ἀσκώματος, τό
1 badana utilizada en náut. como chumacera del remo, Ar.Ach.97, Ra.364, IG 22.1604.32, 33 (IV a.C.), Hsch., Sud.
•como medio para enviar mensajes escritos, Sch.Ar.Ra.364.
2 fuelle ὥστε ἐπτυγμένου τοῦ ἀσκώματος Hero Spir.1.39, σύριγξ ἄ. ἔχουσα Apollod.Poliorc.153.3, cf. 152.2, como conducto τῷ δὲ πυθμένι περιέσφιγκται σωλὴν σκύτινος, εἴτε ἄ. δεῖ λέγειν Str.16.2.13.
3 barrera para contener las aguas, Sm.Io.3.16.
4 fig. en anat. mama, pecho (μαστῶν) ὁ δὲ ὅλος ὄγκος, ἄ. Ruf.Onom.92, cf. Poll.2.163.
German (Pape)
[Seite 372] τό, lederne Futterung der Kojepforten zur Unterlage für das Ruder, Ar. Ran. 364, Schol. καθ' ὃ ἡ κώπη βάλλεται; Poll. 1, 88; vgl. Böckh Att. Seew. p. 107; lederner Blasebalg, Mathem.
French (Bailly abrégé)
ἀσκώματος (τό) :
1 gaine de cuir adaptée par son extrémité la plus large au sabord du navire, et percée d'une fente à l'autre bout pour laisser passer la hampe de l'aviron;
2 soufflet de forge en forme d'outre.
Étymologie: ἀσκός.
Greek Monolingual
ἄσκωμα, το (Α)
1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών
2. φουσκωμένο ασκί
3. φυσερό
4. ο μαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.].
Greek Monotonic
ἄσκωμα: ἀσκώματος, τό (ἀσκός), δέρμα που χρησίμευε στην εύκολη κίνηση του κουπιού, έμπαινε γύρω από τον σκαλμό για να κάνει την κωπηλατική κίνηση πιο εύκολη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκωμα: ατος τό кожаная прокладка в уключинах Arph.
Middle Liddell
ἀσκός
the leather padding of the hole which served for the row-lock, put there to make the oar move easily, Ar.
Translations
swelling
Armenian: այտուցվածություն, ուռուցք, այտուց; Bashkir: шеш, шешеү; Bulgarian: издуване, изпъкналост, подутина; Chinese Mandarin: 腫脹/肿胀; Czech: otok; Finnish: ajettuma, pöhö, pöhöttymä, turvotus, ajetus, turvotus, pöhötys, paisuminen; French: gonflement; Galician: inchazo, inchazón; German: Anschwellen, Anschwellung, Schwellung; Greek: πρήξιμο, διόγκωση, οίδημα; Ancient Greek: ἀποίδησις, ἄσκωμα, βύκτης, διόγκωσις, διοίδησις, ἔξαρμα, ἐξόγκωμα, ἐξόγκωσις, ἐξοίδησις, ἐπανάστημα, ἔπαρμα, ἔπαρσις, ἐποίδησις, κανθύλη, κύρτωμα, ὄγκωμα, οἴδημα, οἴδησις, οἶδμα, οἶδος, παράπρισις, παροίδησις, πρῆγμα, πρηδών, πρῆσμα, σπάργησις, τύλη; Irish: at; Italian: gonfiore, gnocco; Hungarian: duzzadás; Japanese: はれ, ふくれ, はれもの; Khmer: ហើម; Latin: tumor, tumiditas, tumentia; Maori: uruhumu, pauku, uruhua, uruumu; Ottoman Turkish: شیش; Pashto: غومبه, پړسوب; Plautdietsch: Schwolst; Polish: opuchlizna, obrzęk; Portuguese: inchaço, inchação; Romanian: umflare, umflătură; Russian: опухание, опухоль, припухлость; Scottish Gaelic: atadh; Spanish: inflamación, hinchazón; Swedish: svullnad; Tamil: தடிப்பு; Tarifit: tuffett; Telugu: వాచుట, వాపు; Tibetan: སྐྲང་ཀོ; Tocharian B: yweru; Welsh: chwydd; Westrobothnian: sullne; Uyghur: گادازا, دوماق, ئۇچقۇن, ئۇششۇق, ئىششىق