Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άσπιλος

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπιλος, -ον)
1. ο ακηλίδωτος, ο καθαρός
2. (μτφ., με ηθική σημ.) ο άψογος, ο αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α-στερ. + σπίλος (ΙΙ) «στίγμα, κηλίδα, λεκές, μίασμα»].