άφλογος

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄφλογος, -ον)
ο δίχως φλόγα ή φλόγες.