σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
ἔγκοτος, -ον (Α)1. οργισμένος, θυμωμένος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκοτοςοργή, μίσος.