έγκοτος

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

ἔγκοτος, -ον (Α)
1. οργισμένος, θυμωμένος
2. το αρσ. ως ουσ.ἔγκοτος
οργή, μίσος.