έθιμο

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το (AM ἔθιμον) έθος
το έθιμο, τα έθιμα
κοινή συνήθεια κοινωνικής ομάδας, η οποία προέρχεται από μακρά παράδοση
μσν.
τὰ ἔθιμα
η εμμηνορρυσία.