έλαση

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔλασις)
νεοελλ.
1. η έλξη οχήματος από ζώο
2. σφυρηλασία μετάλλων
3. μηχανική κατεργασία, σφυρηλάτηση μετάλλων για κατασκευή ελασμάτων, σύρματος κ.λπ.