έμβρεγμα
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
το (Α ἔμβρεγμα)
βρεγμένο επίθεμα, κομπρέσα
νεοελλ.
το φαρμακευτικό προϊόν που λαμβάνεται με τη μέθοδο της εμβροχής.