έμβρεγμα

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

το (Α ἔμβρεγμα)
βρεγμένο επίθεμα, κομπρέσα
νεοελλ.
το φαρμακευτικό προϊόν που λαμβάνεται με τη μέθοδο της εμβροχής.