ένδημος

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ἔνδημος, -ον (Α)
1. εντόπιος, εγχώριος
2. αυτός που παραμένει στην πατρίδα του και δεν ταξιδεύει
3. εκείνος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι του
4. ο εμφύλιος («ἔνδημοι πόλεμοι», «ἔνδημος βοά»)
5. αυτός που ανήκει στην πόλη («αἱ ἔνδημοι ἀρχαί»)
6. (για νόσο) ο ενδημικός.