μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
-η, -ο (AM ἔνοικος, -ον) οίκοςμσν.- νεοελλ.1. αυτός που μένει σ' ένα οίκημα2. ενοικιαστήςαρχ.1. αυτός που κατοικεί μέσα, κάτοικος2. αυτός που παραμένει σ' έναν τόπο3. παθ. αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», Ευρ.).