ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
ἐρευθος, τὸ (Α) ερεύθω1. ερύθημα, ερυθρότητα, κοκκινάδα («ἔρευθος προσώπου», Ιπποκρ.)2. το ερυθρό χρώμα, η βαφή.