Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
ἔσχαρος, ὁ (Α) εσχάραείδος ψαριού, αλλ. κόρις, πιθ. είδος γλώσσας.