ἔσχαρος
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ὁ, a fish, = κόρις, perhaps a kind of sole, Archipp.24 (prob. 1.), Mnesim.4.44, Dorio ap.Ath.7.330a (written ἐσχαρός in Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1045] ὁ, oder nach Hesych. ἐσχαρός, ein Fisch, Ath. VII, 330 a IX, 403 c. Vgl. ἐσχάρα 5).
Greek (Liddell-Scott)
ἔσχαρος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, ὁ αὐτὸς καὶ κόρις, ἴδε Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσι» 5, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 44· «τῶν δὲ πλατέων (ἰχθύων) βούγλωττον, ψῆτταν, ἔσχαρον, ὃν καλοῦσι καὶ κόριν» Δωρίων παρ᾿ Ἀθην. 330Α· ὁ Κοραῆς ἐν σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 186 μνημονεύων τὸ χωρίον τοῦτο τοῦ Ἀθην. ἐπάγεται: «ἔστι δὲ καὶ ὁ ἔσχαρος, ὡς γοῦν εἰκάζει ὁ Ρονδελέτος (παρὰ τῷ Γεσνήρ. Περὶ ἐνύδρ. σ. 785), βουγλώττου εἶδος τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν Μασσαλιωτῶν Pegouse».
Greek Monolingual
ἔσχαρος, ὁ (Α) εσχάρα
είδος ψαριού, αλλ. κόρις, πιθ. είδος γλώσσας.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a fish, = κόρις, perhaps a kind of sole (solea; Com., Dorio ap. Ath. 7, 330a).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: From ἐσχάρη? Strömberg Fischnamen 89; s. also Thompson Fishes s. v. The word may be Pre-Greek.
Frisk Etymology German
ἔσχαρος: {éskharos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Fisches, = κόρις, vielleicht Art Seezunge (solea; Kom., Dorio ap. Ath. 7, 330a).
Etymology: Von ἐσχάρη als Bratfisch; Strömberg Fischnamen 89; s. auch Thompson Fishes s. v.
Page 1,578