ίσανδρος
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
ἴσανδρος, -ον (Α)
ίσος ή όμοιος με άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰσ(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτ-ανδρος, πολύ-ανδρος].