αβγοθήκη

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

και αβγουλιέρα, η
1. μικρό επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα μικρού ποτηριού με πόδι, όπου τοποθετείται το βραστό αβγό
2. σκεύος ή μέρος όπου τοποθετούνται τα αβγά
3. ωοθήκη της κότας, κάθε θηλυκού ζώου, καθώς και της γυναίκας
4. φωλιά όπου γεννάει η κότα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αβγό + θήκη. Η λ. αβγουλιέρα < αβγούλι].