αβγοφάγος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
-α, -ο
1. αυτός που του αρέσουν πολύ τα αβγά
2. αυτός που τρώει πολλά αβγά.