αβδελλιάζω

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

αβδέλλα
1. γεμίζω βδέλλες
«το νερό αβδέλλιασε»
2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω»
3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες.