αγεννησία
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
η (Α ἀγεννησία) (Ν και -ιά) ἀγέννητος
ανικανότητα προς αναπαραγωγή, στειρότητα
αρχ.
κατάσταση που προϋπήρξε της δημιουργίας και που η ίδια δεν δημιουργήθηκε από κάποια άλλη αιτία.