αγκαζάρισμα

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το αγκαζάρω
1. ανάληψη υποχρεώσεως για την εκτέλεση έργου
2. απόκτηση προτεραιότητας σε κάτι.