αγκύλωμα

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀγκύλωμα)
(νεοελλ)
1. τρύπημα, κέντρισμα (με αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.)
2. αγκύλι, αγκάθι
αρχ.
καμπή, καμπυλότητα, κυρτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀγκυλῶ, νεοελλ. αγκυλώνω.
ΠΑΡ. αγκυλωματιά].