αγλαοεργός

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

ἀγλαοεργός, -ον (Α)
ο λαμπρός, ο ένδοξος για τις πράξεις του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + ἐργός < ἔργον.