ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
ἀγλαοεργός, -ον (Α)ο λαμπρός, ο ένδοξος για τις πράξεις του.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + ἐργός < ἔργον.