αγλαόκουρος

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

ἀγλαόκουρος, -ον (Α)
λέγεται για την πόλη που έχει πολλούς και ωραίους νέους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κοῦρος.