αγλαόκωμος
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
ἀγλαόκωμος, -ον (Α)
αυτός που λαμπρύνει τον κώμο, δηλαδή τη γιορτή, τη διασκέδαση, το γλέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κῶμος.