αγορητής

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

ἀγορητής, ο (Α)
αυτός που αγορεύει σε δημόσια συγκέντρωση, ομιλητής, ρήτορας.