αγρίεμα

Greek Monolingual

το αγριεύω
1. άγρια έκφραση του προσώπου, βλοσυρότητα
2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια της μανίας
3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός
4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως στο σκοτάδι, στην ερημιά κ.α.
5. (για καιρικές συνθήκες) χειροτέρευση, επιδείνωση.