αγριαδίνα

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

και αγραδίνα και γραδίνα, η αγριάδα
1. είδος σταφυλιού με χοντρές και επιμήκεις ρώγες, που προέρχεται από κλήμα σε ημιάγρια κατάσταση και παράγει ατελείς καρπούς
2. συνεκδ. άκαρπο αμπέλι.