αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
και αγραδίνα και γραδίνα, η αγριάδα1. είδος σταφυλιού με χοντρές και επιμήκεις ρώγες, που προέρχεται από κλήμα σε ημιάγρια κατάσταση και παράγει ατελείς καρπούς2. συνεκδ. άκαρπο αμπέλι.