αγχέμαχος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
-η, -ο (Α ἀγχέμαχος, -ον)
(για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ του συστάδην (σώμα προς σώμα)
αρχ.
αυτός που μάχεται εκ του πλησίον, από κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + μάχη.
ΠΑΡ. μσν. ἀγχεσίμαχος].