αγχέμαχος

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγχέμαχος, -ον)
(για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ του συστάδην (σώμα προς σώμα)
αρχ.
αυτός που μάχεται εκ του πλησίον, από κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + μάχη.
ΠΑΡ. μσν. ἀγχεσίμαχος].