αδάματος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

ἀδάματος, -ον (Α) δαμῶ
1. ακατανίκητος, ακατάβλητος
2. (για γυναίκες) ανύπαντρη
3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε.