αδάματος
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek Monolingual
ἀδάματος, -ον (Α) δαμῶ
1. ακατανίκητος, ακατάβλητος
2. (για γυναίκες) ανύπαντρη
3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε.