αδίδακτος
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδίδακτος, -ον) διδάσκω
1. αυτός που δεν έχει διδαχθεί κάτι, απληροφόρητος, αμαθής
2. που δεν έγινε αντικείμενο διδασκαλίας, που δεν τον δίδαξε κανείς («αδίδακτο κείμενο»)
3. ο αμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει εξασκηθεί σε κάτι
2. που δεν αποκτήθηκε από διδασκαλία, έμφυτος
3. φρ. «ἀδίδακτον δρᾱμα», αυτό που δεν έχει διδαχθεί, που δεν έχει παρουσιασθεί, δεν έχει παιχθεί στο θέατρο.