αδίδακτος

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδίδακτος, -ον) διδάσκω
1. αυτός που δεν έχει διδαχθεί κάτι, απληροφόρητος, αμαθής
2. που δεν έγινε αντικείμενο διδασκαλίας, που δεν τον δίδαξε κανείς («αδίδακτο κείμενο»)
3. ο αμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει εξασκηθεί σε κάτι
2. που δεν αποκτήθηκε από διδασκαλία, έμφυτος
3. φρ. «ἀδίδακτον δρᾱμα», αυτό που δεν έχει διδαχθεί, που δεν έχει παρουσιασθεί, δεν έχει παιχθεί στο θέατρο.