αδαμαντοειδής

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει με διαμάντι στη λάμψη, τη σκληρότητα ή τη διαφάνεια, διαμαντόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + -ειδής < είδος].