ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
ἀδελφιδοῦς (-οῦ), ο (Α) ἀδελφόςγιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -ιδοῦς].