αδελφοποιός

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

ἀδελφοποιός, -όν (Α)
αυτός που υιοθετεί κάποιον ως αδελφό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφὸς + ποιῶ].