αδημοσίευτος

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀδημοσίευτος, -ον) δημοσιεύω
αυτός που δεν δημοσιεύθηκε ή δεν μπορεί να δημοσιευθεί, ανέκδοτος, ατύπωτος
αρχ.
μυστικός, κρυφός.