Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(Α ἀδιαφορῶ, ἀδιαφορέω) ἀδιάφοροςείμαι αδιάφορος, δείχνω αδιαφορία, είμαι αμελής, δεν ενδιαφέρομαι για κάτιαρχ.1. δεν διαφέρω, είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι2. είμαι ασήμαντος, αμελητέος.